- ἑτεροπροσώπως
- ἑτεροπρόσωποςof another personadverbialἑτεροπρόσωποςof another personmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροπρόσωπος — η, ο (ΑΜ ἑτεροπρόσωπος, ον) αυτός που συντάσσεται κατά το φαινόμενο τής ετεροπροσωπίας αρχ. φρ. «σχῆμα ἑτεροπρόσωπον» όταν εκφράζεται κάποιος χρησιμοποιώντας αυτολεξεί φράσεις άλλου. επίρρ... ετεροπροσώπως και ετεροπρόσωπα (ΑΜ ἐτεροπροσώπως) κατά … Dictionary of Greek